- επικλινής
- -ές (AM ἐπικλινής)1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτωμσν.- νεοελλ.(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινέςη επικλίνεια*, η ροπή, η κλίσημσν.αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιοναρχ.αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.επίρρ...επικλινώςσε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.